- πιπράσκομαι
- πιπράσκομαι, -ωSee also: s. πέρνημι.Page in Frisk: 2,542
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
πιπράσκομαι — πιπρά̱σκομαι , πιπράσκω export for sale pres ind mp 1st sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)